Θασίων

Θασίων
Θάσιος
of
fem gen pl
Θάσιος
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θασίων — θάζω seated fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Thasos (antike Stadt) — …   Deutsch Wikipedia

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Ροδόπης, νομός — Διοικητική διαίρεση της Θράκης, που συνορεύει στα Δ με τον νομό Ξάνθης, στα Α με τον νομό Έβρου, στα Β με τη Βουλγαρία, ενώ στα Ν βρέχεται από το Θρακικό πέλαγος. Έχει έκταση 2.543 τ. χλμ. Πρωτεύουσα είναι η Κομοτηνή. Διοικητικά ο νομός ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • THASUS — I. THASUS frater Cadmi Phoenicis, ab illo ad comparandum sibi in Europa imperium profecto, in Insula Thaso, cui is nomen dedit, relictus, ibi regnare Coepit. Photius, Biblioth. p. 446. Narrat. 37. II. THASUS vel potius Thassus, insul. Thraciae in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • Αισύμη — I Αρχαία πόλη της Ηδωνίδας (Μακεδονία) στις εκβολές του Στρυμόνα, αποικία των Θασίων, με ζωηρή εμπορική κίνηση. Είναι γνωστότερη ως Οισύμη (βλ. λ.). II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 325 μ., 289 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρούπολης του νομού… …   Dictionary of Greek

  • Γαληψός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Χαλκιδικής, στη δυτική ακτή της Σιθωνίας, την οποία προσέγγισε ο Ξέρξης όταν βγήκε από τη διώρυγα του Άθω. 2. Πόλη της Μακεδονίας, μεταξύ των εκβολών του Νέστου και του Στρυμόνα, αποικία των Θασίων. Το 424 π …   Dictionary of Greek

  • Ελπινίκη — (6ος 5ος αι. π.Χ.). Κόρη του Μιλτιάδη, ετεροθαλής αδελφή του Κίμωνα. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, ζούσε στο ίδιο σπίτι με τον Κίμωνα, γεγονός που υπήρξε αφορμή να διαδοθεί ότι υπήρχε ερωτικός δεσμός ανάμεσα στα δύο αδέλφια, και μάλιστα ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”